μυοσίνη

μυοσίνη
η
(βιοχ.) πρωτεΐνη που ανήκει στην ομάδα τών γλοβουλινών, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα συστατικά τών μυών και είναι η μία από τις δύο πρωτεΐνες που συμμετέχουν στη μυϊκή συστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. myosine (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + κατάλ. -ίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακτινομυοσίνη — η βιοχ. είναι σύμπλοκο τής μυοσίνης* και τής ακτίνης* που δημιουργείται μέσα σε διάλυμα χλωριούχου καλίου (KCI). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς ( ίνα) + μυοσίνη*. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. actomyocin < act(in) (< ἀκτίς, ίνα) +… …   Dictionary of Greek

  • ακτομυοσίνη — Σύμπλεγμα δύο πρωτεϊνών, της ακτίνης και της μυοσίνης, που αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά των μυών. Συστολή των ινιδίων α. προκαλεί τη συσπείρωση των μυών. Η μυοσίνη είναι στενά συνδεδεμένη με ένα ένζυμο που η ενεργότητά του προκαλεί την… …   Dictionary of Greek

  • γλοβουλίνες — Μεγαλομοριακές πρωτεΐνες, που υπάρχουν στους ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Η ονομασία τους οφείλεται στο σφαιρικό σχήμα τους, που μπορεί όμως να είναι και ανώμαλο. Είναι διαλυτές στο νερό ή σε αραιά διαλύματα αλάτων. Οι γ. έχουν την ιδιότητα να… …   Dictionary of Greek

  • μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”