ακτινομυοσίνη — η βιοχ. είναι σύμπλοκο τής μυοσίνης* και τής ακτίνης* που δημιουργείται μέσα σε διάλυμα χλωριούχου καλίου (KCI). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς ( ίνα) + μυοσίνη*. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. actomyocin < act(in) (< ἀκτίς, ίνα) +… … Dictionary of Greek
ακτομυοσίνη — Σύμπλεγμα δύο πρωτεϊνών, της ακτίνης και της μυοσίνης, που αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά των μυών. Συστολή των ινιδίων α. προκαλεί τη συσπείρωση των μυών. Η μυοσίνη είναι στενά συνδεδεμένη με ένα ένζυμο που η ενεργότητά του προκαλεί την… … Dictionary of Greek
γλοβουλίνες — Μεγαλομοριακές πρωτεΐνες, που υπάρχουν στους ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Η ονομασία τους οφείλεται στο σφαιρικό σχήμα τους, που μπορεί όμως να είναι και ανώμαλο. Είναι διαλυτές στο νερό ή σε αραιά διαλύματα αλάτων. Οι γ. έχουν την ιδιότητα να… … Dictionary of Greek
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek